-
1 παραφέρω
A (lyr.):—[voice] Pass., [tense] aor. 1 παροισθέντι· παρενεχθέντι, Hsch.:— bring to one's side, esp. of meats, serve, set before one, Hdt.1.119, X.Cyr.1.3.6, etc. ;π. ποτήρια Ar.Fr. 466
;πάρφερε τὸν σκύφον Sophr.15
; τὰς κεφαλὰς π. exhibit them, Hdt.4.65 ;μάστιγάς τε καὶ κέντρα π. ἐς μέσον Id.3.130
:—[voice] Pass., to be set on table, served, Id.1.133 ; ; τὰ π. Luc.Merc.Cond.26.2 bring forward, allege, cite, , cf. PFlor.48.8 (iii A.D.) ;π. καινὰ καὶ παλαιὰ ἔργα Hdt.9.26
; , cf. S.OC 1675 (lyr.);π. αὑτὸν ἐν σκώμματος μέρει Aeschin.1.126
, cf. 132 ; πίστεις π. τοῦ μὴ .. D.H.7.27 ; μάρτυρα Eust.ad D.P.306, cf. PAmh.2.81.12 (iii A.D.), etc.4[voice] Pass., come up, hasten along, Arist.HA 534a3.III carry past or beyond, Pl.R. 515a, etc. ; π. τὴν χεῖρα wave the hand, of gesture in speaking, D.18.232 ; π. τὸν βραχίονα παρὰ τὰς πλευράς swing it in a vertical plane parallel to the sides, opp. lifting the elbow outwards, Hp.Art.12 :—[voice] Pass., to be carried past or beyond, Th.4.135 ;δρόμῳ παρενεχθέντας Plu.Mar.35
, cf.Sull.29 ; πρὸς κοντὸν π. Id. Dio 25 ; τοῦ χειμῶνος παραφερομένου while it was passing, Id.Pel.10.2 turn aside or away,ἑκάστου π. τὴν ὄψιν X.Cyn.5.27
; π. τοὺς ὑσσούς put them aside, Plu.Cam.41 ; put away, avert,ποτήριον ἀπό τινος Ev.Marc.14.36
; but also, turn towards an object,κάτω ὁρᾶν καὶ μηκέτι παρενεγκεῖν τὸν ὀφθαλμόν Luc.DMeretr. 10.2
; .3 [voice] Pass., move in a wrong direction, of paralysed limbs,τὸ παραφερόμενον Arist. EN 1102b22
; π. ἐν ταῖς χερσίν, of feigned madness, LXX 1 Ki. 21.13 ; π. τοῖς σκέλεσι, of a drunken man, D.L.7.183 ; τὸ βλέμμα παρενήνεκται is distorted, Phryn.PSp.112B.4 mislead, lead astray, Plu.2.41d:—[voice] Pass., παραφέρεσθαι τῷ τέρποντι πρὸς τὸ βλάπτον ib.15d ; err, go wrong, Pl.Phlb. 38d, 60d ;ἴσως μὲν ἀληθοῦς τινος ἐφαπτόμενοι, τάχα δ' ἂν καὶ ἄλλοσε -φερόμενοι Id.Phdr. 265b
; παρενεχθείς (sc. τῆς γνώμης) mad, Hp.Prorrh.1.21.5 change, γνώμην alter the text of a decree, App.BC3.61 ; παρενεχθέντος τοῦ ὀνόματος ib.2.68 ;π. τὸ πεπρωμένον Id.Syr.58
.IV sweep away, of a river, Plu.Tim. 28, cf. D.S.18.35 ([voice] Pass.) ; τοῦ χρόνου καθάπερ ῥεύματος ἕκαστα π. Plu. 2.432b:—[voice] Pass., to be carried away,σέ, Βάκχε, φέρων ὑπὸ σοῦ τἄμπαλι παρφέρομαι AP11.26
(Marc.Arg.).V let pass, τὰς ὥρας παρηνέγκατε τῆς θυσίας Orac. ap. D.21.53 ; let slip,τὸ ῥηθέν Plu.Arat.43
:— [voice] Pass., slip away, escape, X.Cyn.6.24.B intr., to be beyond or over, ἡμερῶν ὀλίγων παρενεγκουσῶν, ἡμέρας οὐ πολλὰς παρενεγκούσας, a few days over, more or less, Th.5.20, 26.2 differ, vary, as dialects, Xanth.1 ; to be altered, ;παραφέροντα ἢ κατ' ἄλλον τρόπον διαλλάττοντα Phld.Sign.20
; π. παρά τι differ from.., D.C.59.5 ;πρὸς τὴν ἀλήθειαν Eun.Hist.p.237
D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραφέρω
-
2 плечо
-а, πλθ. плечи, плеч κ. παλ. плеча, плечи ουδ.1. ώμος, πλάτη•взвалить-ношу на плечо ρίχνω το φορτίο στον ώμο•
-и пиджака οι ώμοι του σακκακιού•
на -! επ ώμου! (παράγγελμα στρατιωτικό).
2. (ανατ.) βραχίονας. || κάθε τι παρεμφερές προς τον βραχίονα•плечо рычага ο βραχίονας του μοχλού.
εκφρ.за -ами – (πίσω) στο παρελθόν•по -у – κατά τις δυνάμεις (σηκώνω)•не по -у – παρά τις δυνάμεις (δε σηκώνω)•с -а – α) μ όλη τη δύναμη (κίνησης από πάνω προς τά κάτω). β) μτφ. (απλ.) αμέσως, αυθόρμητα•с чьего -а ή с чужого -а – (για ένδυμα) φορεμένο, από άλλον•с плеч бросить ή стряхнуть – ξεφορτώνο, -μαι, απαλλάσσομαι, διώχνω ένα βάρος από πάνω μου•плечо к -у ή -ом к -у – κολλητά, αντάμα αλληλένδετα•на -ах противника (неприятеля) – κατά πόδας τον (υποχωρούντα) εχθρό•взвалить (положить) на -и чьи – ρίχνω (φορτώνω) τα βάρη (τις ευθύνες) σε άλλον•вывезти ή вывести на своих -ах – σηκώνω το βάρος στις πλάτες μου (για φροντίδες κ.τ.τ.)•иметь голову на -ах – έχω τα λογικά μου, σκέπτομαι λογικά, μπαίνω καλά στο νόημα•лежать (быть) на -ах – όλα πέφτουν στις πλάτες μου (φροντίζω για όλα). -
3 σχηματίζω
σχημᾰτ-ίζω, [tense] pf. [voice] Pass. ἐσχημάτισμαι, v.infr. 11.1; but in sense of [voice] Med., v. infr.1.2.Iintr., assume a certain form, figure, posture, or position,ὅσα σχηματίζουσι τὰ στρατόπεδα.. ἐν ταῖς μάχαις Pl.R. 526d
, cf. Polyaen.5.16.1, Ascl.Tact.12.1; τὰ αἰσχρὰ καὶ πονηρὰ σχήματα ς. Pl.Hp.Mi. 374b: abs., gesticulate, dance figures, Ar. Pax 324, Fr. 678:—[voice] Med., Poll.4.95 (also σ. ἑαυτόν put oneself in posture, Luc.Salt.17), v. infr. 11.3; προστάσεως, ἢν πρὸς τοὺς ἔξω σχηματίζονται the pompous appearance, which they assume, Pl.R. 577a.2 [voice] Med., demean oneself in a certain way, make a show of being or doing,ἀγνοεῖ ταῦτα ἃ πρὸς τοὺς ἄλλους ὡς εἰδὼς ἐσχημάτισται Id.Sph. 268a
; σεμνύνεται ἐσχηματις μένη ὡς.. gives itself airs under the pretence that.., Id.Grg. 511d: c. inf.,σχηματίζονται ἀμαθεῖς εἶναι Id.Prt. 342b
; σχηματιζόμενος, opp. ἀληθῶς τι πεπονθώς, Id.Phdr. 255a.3 Astrol., of a heavenly body, to be in configuration, Man.4.500:—[voice] Pass., Heph.Astr.1.9 (printed ἐσχατ.), Tz.H. 1.471.II trans., give a certain form to a thing, shape, fashion, σ. τὸ ἁρμόσσον σχῆμα (sc. τὸ ὀθόνιον) give such a form to the cloth as will fit.., Hp.Art.37; τὰ ἁπλᾶ σώματα ς. Arist.Cael. 306b3, cf. Phld.Rh.1.196 S.; ; παρθένον ἀκέφαλον ς. Eratosth.Cat.9;ἕκαστον μέρος πρὸς τὸ βέλτιον D.S. 5.73
;τὸ πρόσωπον εἰς ἡδονήν Ach.Tat.6.11
;τὸν βραχίονα γυμνὸν οἷον ἐφ' ὕβρει Plu.CG13
:—[voice] Med., σχηματίζεσθαι κόμην arrange one's hair, E.Med. 1161:—[voice] Pass.,τὰ κατὰ φύσιν ἐσχηματισμένα Arist.Cael. 302b26
;τῶν ἐσχ. τι [γίνεται] ἐξ ἀσχημοσύνης Id.Ph. 188b19
, etc.;ἐσχημάτ ισται δ' ἀσπίς A.Th. 465
; τῶν -ιζομένων θεῶν the gods who possess figure, Dam.Pr. 261;τὸ πρόσωπον τὸ -ισθέν Phld.Mus.p.73
K.2 deck out, dress up,ἑαυτὸν ὡς κοσμιώτατα Luc.Merc.Cond.14
, cf. Fug. 13, JTr.16, Jul.ad Ath.274c: Rhet.,σ. λόγον Philostr.VS1.21.5
, cf. 2.1.11; opp. εὐθέως εἰπεῖν, Aristid.Rh.1p.462S.:—[voice] Pass.,ἐσχηματις μένοι περιέρχονται Lys.Fr.73
;θεοὶ κατὰ τέχνην ἐσχηματις μένοι Luc. JTr.8
; τὸ ἐσχηματισμένον figurative style, Demetr.Eloc. 294, cf. D.H. Rh.8,9, Philostr.VS2.17;ἐσχηματισμένα ζητήματα Hermog.Id.1.4
.3 arrange in certain figures,χορούς Chamael.
ap. Ath.1.21f; σ. αὑτόν pose oneself, for being painted, ib.12.543f:—[voice] Pass. and [voice] Med., put oneself in certain forms or postures, assume various shapes, Hp.Fract.2; εἴθισται ἐς χηματίσθαι to assume a position, ib. 15 (om. codd. MV, Gal.);ἐς σχήματα σχηματίζεσθαι Id.Art.10
; of sick persons, Id.Coac.463; of the foetus, Sor.2.60; of actors, gesticulate, X.Smp.1.9; σχηματιζόμενοι ῥυθμοί accompanied with gestures, Arist.Po. 1447a27.6 use σχήματα (v.σχῆμα 7d
),σ. φορτικῶς D.H.Isoc.3
; construct,περίοδοι ὁμοίως -ιζόμεναι Id.Pomp. 5
, cf. Hermog.Inv.3.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχηματίζω
-
4 ὄκκαβοι
ὄκκαβοι, οἱ, erkl. Hesych. τὰ περὶ τὸν βραχίονα ψέλλιά.
-
5 σχηματιζω
(fut. σχηματίσω - атт. σχηματιῶ)1) давать форму, придавать вид, т.е. образовывать, формировать(τὰ ἁπλᾶ σώματα Arst.)
τὰ κατὰ φύσιν ἐσχηματισμένα Arst. — естественные образования;τῶν ἐσχηματισμένων τι γίνεται ἐξ ἀσχημοσύνης Arst. — все оформленное возникает из бесформенности;τὸν βραχίονα ἐφ΄ ὕβρει σ. Plut. — делать рукой насмешливый жест2) убирать, украшать(τι πρὸς τὸ βέλτιον Diod.)
ἐσχημάτισται ἀσπὴς οὐ σμικρὸν τρόπον Aesch. — щит был разукрашен не как-нибудь;σχηματίζεσθαι κόμην Eur. — убирать свои волосы, причесываться3) сопровождать жестами4) выражать свои чувства жестами, жестикулировать Xen.5) танцевать, плясать Arph.6) изображать, представлятьτὰ σχήματα σ. Plat. — принимать позы;
πρόστασιν σχηματίζεσθαι Plat. — напускать на себя важность7) воен. строиться, выстраиваться, тж. занимать позиции(ἐν ταῖς μάχαις Plat.)
8) med. притворяться, прикидыватьсяὡς εἰδὼς ἐσχημάτισται Plat. — он сделал вид, что знает;
σχηματίζονται ἀμαθεῖς εἶναι Plat. — они прикидываются неучеными;ἐσχηματισμένος Plat. — притворяющийся, притворный -
6 протягивать
протягиватьнесов1. (натягивать) τεντώνω, ἀπλώνω·2. (вытягивать) ἀπλώνω, τείνω, προτείνω:\протягивать руку за чем-л. ἀπλώνω τό χέρι νά πάρω· \протягивать ру́ку кому́-л. а) προσφέρω τό μπράτσο μου, προσφέρω τόν βραχίονα μου, б) (для рукопожатия) προτείνω τό χέρι μου· ◊ \протягивать ру́ку помощи δίνω βοήθεια, τείνω χείρα βοηθείας. -
7 μιαίνω
A ; [ per.] 3sg.μιᾰνεῖ Berl.Sitzb.1927.158
([place name] Cyrene), LXX Is.30.22, al.: [tense] aor.ἐμίηνα Il.4.141
, Hp.Flat.14, App. BC2.104,ἐμίᾱνα Pi.N.3.16
, S.Fr. 104, E.Hel. 1000, IA[1595], LXX Ge. 34.5, al.; part.μιάνας Sol.32.3
: [tense] pf.μεμίαγκα Plu.TG21
:—[voice] Med., [tense] aor.ἐμιήνατο Nonn.D.45.288
:—[voice] Pass., [tense] fut.μιανθήσομαι Pl.R. 621c
: [tense] aor. ἐμιάνθην, [dialect] Ep. μιάνθην (v. infr.): [tense] pf. μεμίασμαι (v. infr.), , al., D.C.51.22; [ per.] 3sg.μεμίανται Porph.Abst.4.16
(but [ per.] 3pl., Phalar.Ep.121.2); inf.μεμιάνθαι D.S.36.13
, butμεμιάσθαι Horap.1.44
: Cyrenaic [tense] aor. 2 [voice] Pass. ἐμίᾱν in [ per.] 3sg. subj.μιᾷ Berl.Sitzb. 1927.160
, al.: [tense] fut. [voice] Pass. μιᾱσέω in [ per.] 3sg. ind. μιᾱσεῖ ib. 164:—stain, dye, ;ὥσπερ ἔβενος περίδρομος ἐλέφαντα τὸν βραχίονα μιαίνων Hld.10.15
.2 stain, sully,μιάνθησαν ἔθειραι αἵματι καὶ κονίῃσι Il.16.795
, cf. 23.732;μιάνθην αἵματι μηροί 4.146
; , cf. A.Ag. 209 (lyr.);τοὺς θεῶν βωμοὺς αἵματι μ. Pl.Lg. 782c
;μ. βωμὸν εὐγενεῖ φόνῳ E.IA
l. c.;βορβόρῳ.. ὕδωρ μιαίνων λαμπρόν A.Eu. 695
.3 freq. of moral pollution, taint, defile, Pi. l. c., etc.; κλέος Sol.l. c., E.Hel. l. c.; ;ἑνὶ πόνῳ πολλὰ καὶ λαμπρὰ ἔργα μιῆναι App.BC2.104
;εὔφημον ἦμαρ κακαγγέλῳ γλώσσῃ μ. A.Ag. 637
;μιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης Id.Th. 344
(lyr.); ; τὰ ἱερά, τὸ θεῖον, Pl.Lg. 868b, Ti. 69d;οἶκον θόρυβος μιαίνει Porph.Abst.4.12
; ;τὴν ἁγνείαν τῶν θεῶν Antipho 2.2.12
, cf. 2.1.10; dishonour a woman, LXX Ge.34.5, al.:— [voice] Pass., incur defilement, A.Supp. 366, E.Or.75, Berl.Sitzb. ll. cc., etc.; ;τῆς ἄλλης [γῆς] αὐτῷ μεμιασμένης Th.2.102
;ἡ ψυχὴ μεμιασμένη καὶ ἀκάθαρτος Pl.Phd. 81b
; μιανθέντες τῷ τῆς ἀσεβείας μολυσμῷ Aristeas 66; of ritual defilement in funeral rites, IG 12(5).593.25 ([place name] Iulis). -
8 περιάγνυμι
Aπεριεᾱγώς Inscr.Délos 396
B 86 (ii B. C.):— bend and break all round,τὸν βραχίονα Chio
l. c.; κρημνοῖς τὰς ναῦς π. wreck the ships upon them, App.BC2.150 :—[voice] Pass.,ὅσσους.. μέλαν περιάγνυται ὕδωρ A.R. 2.791
.2 once in Hom., of sound, ὂψ περιάγνυται the voice is broken all round, i. e. spreads all round, Il.16.78; περὶ δέ σφισιν ἄγνυτο ἠχώ echo broke forth around them, Hes.Sc. 279.3 κόλπου περιαγνυμένου, Lat. recurvus, Agath.5.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιάγνυμι
-
9 περονάω
A pierce, transfix,δουρὶ μέσον περόνησε Il.7.145
, 13.397;π. μέσον τὸν βραχίονα D.H.6.11
;ἔδειξε.. τὰς χεῖρας ὡς ἦσαν πεπερονημέναι Cels.
ap. Origenes Cels.2.55.2 [voice] Med., buckle on one's mantle, one's robe, χλαῖναν περονήσατο, ἑανὸν περονᾶτο, Il.10.133, 14.180;λῶπος περονᾶσθαι Theoc.14.66
, cf. A.R. 1.722.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περονάω
-
10 προσεπιλαμβάνω
2 take or require still more, Thphr.HP8.2.7: c. gen., Porph.Abst.2.27; take in, occupy besides, Plb.10.10.5, Gem. 18.3; receive in addition,τὴν ἐποπτείαν Plu.Demetr.26
;παλάθην ἰσχάδων Luc.Pisc.41
; τοῦ δημοσίου a piece of public land, Plu.Publ. 20: abs., encroach, Thphr.Ign.50.II [voice] Med., lay hold besides, [τινὸς] κατὰ τὸ γόνυ Hp.Fract.13
: metaph., help in a thing besides,προσεπιλαβέσθαι τοῦ πολέμου Hdt.5.44
; τοῦ ἔργου take part in it, D.C.75.6: abs., attack besides, Pl.Ti. 65d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσεπιλαμβάνω
-
11 προσκαταδέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσκαταδέω
-
12 ῥίμβαι
ῥίμβαι· ῥοιαὶ μεγάλαι. ἄμεινον δὲ διὰ τοῦ ξ ξίμβαι, Hsch. (cf. ξίμβραι). [full] ῥίμβησις· ἀγκύλη τοῦ ὤμου, οἱ δὲ τὸν βραχίονα τοῦ ἱερείου, Id. -
13 κουφιζω
(атт. fut. κουφιῶ)1) быть легкимκουφίζοντα Eur. — нетяжелые вещи, легкая поклажа
2) становиться легче, ослабляться(τὸ πάθος ἐκούφισε Plut.)
κουφίζειν δοκῶ (sc. ἄλγος νόσου) Soph. — мне кажется, что боль (от моего недуга) слабеет3) делать легче, облегчать(τὰ σώματα Arst.)
4) поднимать(τὸν νεκρόν Soph.; ἀσπίδα ἀμφὴ βραχίονα Eur.)
δύστηνον αἰώρημα κ. Eur. — сделать отчаянный прыжок;τῷ πτερῷ κουφίζεσθαι Plat. — взлететь на крыльях5) облегчать от груза, разгружать(τὸ πλοῖον NT.; κουφισθεισῶν τῶν νεῶν Polyb.)
6) ( о денежных обязательствах) облегчать, уменьшать, убавлять(τὰ ὀφλήματα Plut.)
7) ( о должниках) давать льготу, частично освобождатьκ. τὸν δῆμον τῶν εἰσφορῶν Diod. — уменьшать налоговое бремя народа;
κ. τόχων τοὺς χρεωφειλέτας Plut. — освободить должников от уплаты части процентов8) ( о страданиях) облегчать, утолять(συμφορὰς λόγῳ Dem.; τὸ πάθος Plut.)
9) ( о страдающих) помогатьκ. τοὺς νοσοῦντας Plut. — оказывать помощь больным;
κουφίζεσθαι νόσου Eur. — оправляться от болезни;κουφίζονται οἱ λυπούμενοι συναλγούντων τῶν φίλων Arst. — скорбящие утешаются состраданием друзей -
14 πιέζω
Aπίεζον Od.12.174
, etc.: [tense] fut.πιέσω Diph.18.3
; [dialect] Ep.πιέσσω Nonn.D.4.146
: [tense] aor.ἐπίεσα Hp.Fract.6
, Hdt.9.63, Th.2.52, etc. (but subj.πιέξῃς Hp.Fract.5
, inf.πιέξαι IG42(1).123.116
(Epid., iv B.C.), part. πιέξας (v.l. πιάξας) Nic.Al. 224): [tense] pf.πεπίεκα Demetr.Lac. Herc.1012.44
:—[voice] Pass., [tense] fut.πιεσθήσομαι Gal.11.317
( δια-), Heliod ap. Orib.10.18.15: [tense] aor.ἐπιέσθην Od.8.336
, Sol.13.37, Hdt.4.11, etc.;ἐπιέχθην Hp.Fract.5
, etc.: [tense] pf. , Procl.Hyp.5.49, cj. in Alciphr.3.55. etc.;πεπίεγμαι Hp.Fract.5
.—From [full] πῐεζέω we have πιεζέουσι v.l. in Id.Fract.31 : [tense] impf. πιέζευν v.l. in Od.12.174, 196; part.πιεζεῦντα Hp.Off.25
, Fract.9,πιεζεῦσαν Herod.8.47
:—[voice] Pass., part.πιεζεύμενος Hdt.3.146
, 6.108, 8.142 (always with v.l. - όμενος), Hp.Nat.Puer.21,πιεζούμενος Plb.3.74.2
; imper.πιεζείσθω IG4.364.7
(Corinth, iv A.D.): [tense] impf.ἐπιεζοῦντο Plb.11.33.3
; so in later Gr., as Plu. Thes.6, Alc.2, etc.; [dialect] Dor., [dialect] Aeol., and later Gr. [full] πῐάζω Alcm.44, Alc.148: [tense] aor. 1 , Ev.Jo.8.20;ἐπίαξα Theoc.4.35
, ( ἀμφ- ) Ep..6: [voice] Pass., [tense] fut.πιασθήσομαι LXX Si.23.21
: [tense] aor.ἐπιάσθην Apoc.19.20
: [tense] pf. (i B. C.), Dsc.1.15, Hippiatr.34:—press tight, squeeze,χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα Il.16.510
, cf. Hes.Op. 497; ἀστεμφέως ἐχέμεν μᾶλλόν τε π. Od.4.419; , cf. 164; π. τὰ χείλεα compress them, Hp.VM22; ῥύγχος εἰς ὄξος π. Axionic.8.5 ; π. τοὺς ὑπευθύνους squeezing them (like figs), to try if they are ripe, Ar.Eq. 259 ;σφόδρα π. αὐτοῦ τὸν πόδα Pl. Phd. 117e
;π. [τὴν δεξιὰν] ἐμπαθῶς Plb.31.24.9
: abs., X.Mem.3.10.13, Arist.Rh. 1361b17 :—[voice] Pass., to be pressed tight,ἐν δεσμοῖς Od.8.336
, cf. Hp.Fract.25, al.; of wrestlers, Plu.Alc.2; πιέζεται ὅσα πόρους ἔχει κενούς are compressible, Arist.Mete. 386b1.II press or weigh down, of a heavy weight,Σικελία αὐτοῦ π. στέρνα Pi.P.1.19
, cf. Ar. Pax 1032 :—and in [voice] Pass.,ὁ δ' ὦμος.. πιέζεται Id.Ra.30
, cf. X.Cyr.7.5.11 : metaph., oppress, distress,π. τινὰ ἡ δαπάνη Hdt.5.35
; ; καὶ πρὸς π. χρημάτων ἀχηνία (Abresch for προσπιέζει) ib. 301 ; συμφορὰ δ'ἑτέρους ἑτέρα π. E.Alc. 894 (lyr.);αὐχμὸς π. τὰς ἀμπέλους Ar. Nu. 1120
; π. ἡ ἀνάγκη ib. 437, cf. Th.2.52 :—freq. in [voice] Pass.,ὑπὸ νούσοισι Sol.13.37
;ὑπὸ λιμοῦ Th.1.126
;πολέμῳ Hdt.4.11
, 6.34 ;τῇ νούσῳ Pherecyd.
ap. D.L.1.122, cf. Th.7.47 ;ταῖς εἰσφοραῖς Lys.28.3
;ταῖς συμφοραῖς X.Cyr.7.2.20
;σπάνει σίτου Id.HG5.4.56
, etc.: abs., Hdt.7.121, etc.; of a river, to be exhausted from the heat of the sun, Id.2.25.2 press hard, of a victorious army,τοὺς ἐναντίους Id.9.63
:—[voice] Pass., τὴν πιεζομένην μάλιστα τῶν μοιρέων ib.60;εἴ πῃ πιέζοιντο Th.1.49
, cf. X.HG2.4.34 ; ὑπό τινων ib.7.1.43.3 bear hardly upon, τινα Pl.Cra. 409a;τῷ λόγῳ Plu.Alc.6
;ὑπὸ τῶν ἐλέγχων πιέζεσθαι Phld.D.3.8
; of a point in the argument, hold fast to, Pl.Lg. 965d; press it, Plb.3.21.3, Demetr.Lac. l.c., etc.; lay stress on, Plu.2.31e: c. dat., insist upon,τοῖσι περιπάτοισι Hp.Insomn.88
.b determine precisely,ἀποστήματα Procl.Hyp.5.19
, cf. 49 ([voice] Pass.);π. δεῖ πῶς ἓν ἐκεῖνο καὶ ἕτερον Porph.Sent.36
.III later, lay hold of, ταῦρον.. πιάξας τᾶς ὁπλᾶς by the hoof, Theoc.4.35;αὐτὸν τῆς χειρός Act.Ap.3.7
, cf. Ev.Jo.7.30, etc. -
15 πιέζω
πιέζω, dor. πιάζω, πιάξας Theocr. 4, 35, bei Sp., wie N. T., auch πιάσαι, ἐπιάσϑη, ion. im pass. πεπίεγμαι, ἐπιέχϑην, Hippocr.; s. auch das Vor.; – drücken, festdrücken, festhalten, zwängen; χειρὶ δ' ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα, Il. 16, 510; ἐν δεσμοῖσι, Od. 12, 164, wie ἐν δεσμοῖς κρατεροῖσι πιεσϑείς 8, 336; πιέζει στέρνα, Pind. P. 1, 19; übertr., ἐν ϑυμῷ πιέσαις χόλον, Ol. 6, 37; τοὺς ἀπωρφανισμένους νῆστις πιέζει λιμός, Aesch. Ch. 248, vgl. 299, bedrängen, ängstigen, quälen, wie Her. 4, 11. 9, 60. 63; τὴν τύχην λίαν πιέζειν, Eur. Suppl. 249; πιέζειν τοὺς ὑπευϑύνους, Ar. Equ. 259; auch αὐχμὸς πιέζει τὰς ἀμπέλους, die Dürre ist den Weinstöcken schädlich, Nubb. 1104; πιέζει με ἡ ἀνάγκη, 436; sp. D., σῶμα πιέσας κυδαλίμοις καμάτοις, Ep. ad. 685 ( Plan. 21); in Prosa, auch festdrücken, festhalten, fest behaupten, οἷόν περ σφόδρα πιέσαντες μὴ ἀνῶμεν, Plat. Legg. XII, 965 d; auch widerlegen, τοῦτο τὸ ὄνομα φαίνεται τὸν Ἀναξαγόραν πιέζειν, Crat. 409 a; ταῖς συμφοραῖς πιέζεσϑαι, Xen. Cyr. 7, 2, 20; τῷ πολέμῳ πιεζόμενοι, Pol. 5, 29, 1; βραχὺ πιεσϑῆναι τῇ χώρᾳ κατὰ τὴν μάχην, ein wenig zu weichen genöthigt werden, 2, 33, 8.
-
16 ἐξ-ωμίζω
ἐξ-ωμίζω, die Schulter entblößen, od. τὸν ἕτερον βραχίονα, den einen Arm bis zur Schulter entblößen, Ar. Eccl. 267, Schol. ἄχρι τῶν ὤμων γυμνωϑεῖσαι.
-
17 ἧ
ἧ (eigtl. dat. des fem. von ὅς, adverbial gebraucht, Correlativum zu πῆ), – 1) vom Orte, wohin, dem vorausgehenden τῇ entsprechend, ᾗ ῥ' ὅγ' ὁ λυσσώδης – ἡγεμονεύει Il. 13, 53, τῇ ἴμεν, ᾗ κεν δὴ σὺ ἡγεμονεύῃς 15, 46, vgl. 16, 377; – wo, ᾗ ῥ' ἴδε γυμνωϑέντα βραχίονα Il. 12, 389; 20, 275 u. öfter. Da es sonst nicht in anderer Bdtg bei Hom. vorkommt, so ist die Vrbdg ᾑ ϑέμις ἐστίν mit Spitzner u. Bekker in ἣ ϑέμις ἐστίν zu ändern, Il. 2, 73 u. öfter (s. ϑέμις); vgl. Buttm. Lexil. I p. 240, Spitzner zur Il. exc. II, Lehrs. Quaest. Ep. p. 44. – Oertlich auch bei den Folgdn, τῇ δ' εἶς ᾑ σ' ἂν ἐγώ περ ἄγω Hes. O. 206; ᾗ νοεῖς ἔπειγε νῦν Soph. El. 1429, eile fort auf dem Wege, den du im Sinne hast; vgl. πῇ, ποῦ, ποῖ; μάρψας ποδός νιν, ἄρϑρον ᾗ λυγίζεται, an der Stelle, wo, Tr. 776; τῇδε τελευτᾶν ᾗ τὸ δίκαιον μεταβαίνει Aesch. Ch. 306; in Prosa, ἐκείνῃ ἑπόμενοι, ᾗ ἐκείνη ὑφηγεῖται Plat. Phaed. 82 d, auf die Seite hin, vgl. Rep. VI, 492 c Legg. VIII, 894 d; ᾗ ἔμελλον οἱ Ἕλληνες παριέναι, da, wo, Xen. An. 3, 4, 37; τὴν ὁδὸν ἔφραζεν, ᾗ εἴη, wo der Weg entlang gehe, 4, 5, 34; auch c. gen., ᾗ ἕκαστος ἐτύγχανε τοῦ νάπους ὤν 6, 3, 22; οὐχ ᾗ τις ἂν τύχῃ τοῦ σώματος Plat. Soph. 220 e. – 2) bei den Attikern von der Art und Weise, wie, auf welche Weise, Tragg. u. in Prosa, λουτροῖς τέ νιν ἐσϑῆτί τ' ἐξήσκησαν, ᾗ νομίζεται Soph. O. C, 1599, τὸ μὲν δίκαιον οὐχ ᾗ 'γὼ λέγω ἀλλ' ᾗ σὺ κρίνεις El. 330, ᾗ καὶ Λοξίας ἐφήμισεν Aesch. Ch. 551, ᾗ βούλονται, wie sie wollen, Thuc. 8, 71; ἐζητοῦμεν ἄνδρα τὸν τελέως δίκαιον ᾗ γένοιτο Plat. Rep. V, 472 c; κατ' ἄρϑρα ᾗ πέφυκε Phaedr. 265 e; auch in wiefern, ᾗ οὐκ ὀρϑή Theaet. 184 c; Phaed. 64 b; ᾗ μὲν διαφέρετον οὐδὲν χαλεπὸν εἰπεῖν Legg. XII, 965 d; bes. oft ᾗ δυνατόν, soweit es möglich; ᾑ ἐδύνατο τάχιστα, so schnell wie möglich, Xen. An. 1, 2, 5. 4, 5, 1; ohne δύνασϑαι, συνταξάμενοι ᾗ ἄριστον, wie es am besten war, so gut wie möglich, Cyr. 2, 4, 32; τῶν ἀγαϑῶν ᾗ ἄριστον καὶ ἥδιστον ἀπολαύσωμεν 7, 5, 22, vgl. Mem. 2, 1, 9. S. noch ᾗπερ.
-
18 εξωμιζω
-
19 πιεζω
(fut. πιέσω, aor. ἐπίεσα; pass.: aor. ἐπιέσθην, pf. πεπίεσμαι)1) стискивать, сдавливать, сжимать(χειρὴ βραχίονα, ἐν δεσμοῖσί τινα Hom.)
ἐν τῷ παλαίειν πιεζόμενος Plut. — будучи стиснут (противником) во время борьбы2) нажимать, надавливатьπιεζόμενοι οἱ φοίνικες ὑπὸ βάρους ἄνω κυρτοῦνται Xen. — под давлением тяжести пальмы выгибаются вверх;
3) напирать, теснить(τοὺς ἐναντίους Her.)
εἴ πη πιέζοιντο Thuc. — если бы (коркирцы) оказались в стесненном положении;π. τὸν Ἀναξαγόραν Plat. — опровергать (досл. ставить в трудное положение) Анаксагора4) притеснять, угнетать, мучить(λιμὸς πιέζει τινά Aesch.)
τὰς ἀμπέλους φυλάξομεν, ὥστε μέ αὐχμὸν πιέζειν Arph. — мы присмотрим за тем, чтобы засуха не губила виноградных лоз;πιεζόμενοι ταῖς εἰσφοραῖς Lys. — страдая от военных поборов5) подавлять, сдерживать(χόλον ἐν θυμῷ Pind.)
6) крепко держать, не упускать(ταῦρον Pind.)
7) не упускать из виду, внимательно рассматривать(τι Plat.)
-
20 ζυγοστατέω
A weigh by the balance, weigh,ὥσπερ ἐν τρυτάνῃ Luc. Hist.Conscr.49
;τινὰς πρὸς τὸν Τιμάρχου βραχίονα Alciphr.2.2
.II [voice] Pass., to be in equilibrium, Plb.6.10.7;ἐζυγοστατεῖτο αὐτοῖς ὁ πόλεμος Id.1.20.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζυγοστατέω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εκσκαφέας — Μηχάνημα που χρησιμοποιείται γενικά για την εκσκαφή σκληρών ή θρυμματισμένων βράχων και για την εύκολη και γρήγορη απομάκρυνση των υλικών που προκύπτουν από την εκσκαφή. Όταν η εκσκαφή γίνεται στον βυθό της θάλασσας, το μηχάνημα ονομάζεται… … Dictionary of Greek
ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… … Dictionary of Greek
εξάντας — Όργανο για τη μέτρηση της γωνίας μεταξύ δύο στόχων. Χρησιμοποιείται, ιδιαίτερα στη ναυσιπλοΐα, για τον προσδιορισμό του ύψους των αστέρων από τον ορίζοντα. Ο ε. περιλαμβάνει έναν κυκλικό τομέα με βαθμονομημένο χείλος, ο οποίος έχει άνοιγμα 60,… … Dictionary of Greek
περιβραχιόνιος — α, ο / περιβραχιόνιος, ιον [περιβραχίων, ονος] ΝΑ αυτός που τίθεται ή φοριέται γύρω από τον βραχίονα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το περιβραχιόνιο 1. κόσμημα που φοριέται γύρω από τον βραχίονα, ψέλι, βραχιόλι 2. λουρίδα υφάσματος γύρω από το μπράτσο,… … Dictionary of Greek
ώμος — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek
εύα — I Βιβλικό πρόσωπο. Το όνομα της πρώτης γυναίκας και μητέρα ολόκληρου του ανθρώπινου γένους, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη (Γεν. γ’, 20). Ο Αδάμ, όταν πλάστηκε από τον Θεό και εγκαταστάθηκε στον επίγειο παράδεισο, ήταν μόνος. Βλέποντας ο θεός ότι… … Dictionary of Greek
άσκαυλος — Μουσικό ποιμενικό όργανο εφοδιασμένο με ασκό για αποθήκευση αέρα. Ο ά. είναι όργανο πολύ συνηθισμένο στην Ευρώπη και σε μερικές περιοχές της Ασίας και της Αφρικής. Στην τυπική του μορφή εμφανίζεται τον Μεσαίωνα ως όργανο των μενεστρέλων, ενώ… … Dictionary of Greek
ωμός — Μέρος του σώματος που ενώνει το επάνω άκρο με τον κορμό· η κλείδα, η ωμοπλάτη και η ωμοβραχιόνια άρθρωση αποτελούν τον σκελετό ο οποίος καλύπτεται από τις μυϊκές μάζες που κατευθύνονται προς τον λαιμό, το στήθος, τη ράχη και τον βραχίονα. Η… … Dictionary of Greek
Λιστ, Φραντς — (Franz Liszt, Ράιντινγκ, Σοπρόν 1811 – Μπαϊρόιτ 1886). Ούγγρος συνθέτης και πιανίστας. Άρχισε να σπουδάζει μουσική υπό την επίβλεψη του πατέρα του και, εκδηλώνοντας γρήγορα το ταλέντο του, έπεισε κάποιους πλούσιους Ούγγρους να αναλάβουν τα έξοδα… … Dictionary of Greek